- ὁπλότατος
- ὁπλότατοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁπλότατον — ὁπλότατος masc acc sg ὁπλότατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτάτη — ὁπλότατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτάτην — ὁπλότατος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτάτης — ὁπλότατος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτάτου — ὁπλότατος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλοτάτῃ — ὁπλότατος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλόταται — ὁπλότατος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] … Dictionary of Greek